«Πώς τα πέρασες σήμερα στο σχολείο»;

«Πώς τα πέρασες σήμερα στο σχολείο»;
«Καλά», «Μια χαρά», «Άσε με τώρα», είναι μερικές από τις απαντήσεις που λαμβάνει ένας γονιός, στην ερώτηση αυτή προς το παιδί του, με αποτέλεσμα η αγωνία και η ανησυχία, ότι το παιδί αρνείται να συζητήσει ή ότι προσπαθεί να αποκρύψει κάποιο σημαντικό γεγονός, να κορυφώνεται. 

Η απροθυμία/άρνηση των παιδιών να συζητήσουν για όσα έχουν ζήσει κατά την διάρκεια της ημέρας τους στο σχολείο, είναι ένα ζήτημα που φτάνει συχνά στους ψυχολόγους του οργανισμού «Το Χαμόγελο του Παιδιού», καθώς οι γονείς δυσκολεύονται να διαχειριστούν την αγωνία του να μην γνωρίζουν πώς τα περνούν τα παιδιά στο σχολείο, ειδικά όσο μεγαλώνουν και διανύουν την περίοδο της εφηβείας, που εκ των πραγμάτων, απομονώνονται. Συνήθως καταβάλουν απέλπιδες προσπάθειες, ρωτώντας επίμονα τα παιδιά για την ημέρα τους στο σχολείο και στη συνέχεια εισπράττουν αδιαφορία, μονολεκτικές απαντήσεις, θυμό ή άρνηση για συζήτηση, εντείνοντας έτσι τους φόβους τους ότι το παιδί απομακρύνεται, απομονώνεται και δεν θα μπορούν πλέον να είναι κοντά του/της στα σημαντικά και ίσως δύσκολα γεγονότα της ζωής του/της. Ξετυλίγοντας το κουβάρι αυτού του προβληματισμού, βλέπουμε ότι στην άλλη άκρη του εντοπίζεται η επικοινωνία. Η επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς και το παιδί, που χτίζεται κομμάτι-κομμάτι, από την αρχή της ζωής του παιδιού. 

Θέτοντας μια θεωρητική βάση, πολύ συνοπτικά, θα λέγαμε ότι η επικοινωνία αφορά την ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ ενός πομπού και ενός δέκτη. Τα μηνύματα αυτά, μεταξύ άλλων, μπορεί να αφορούν τις σκέψεις, τις ιδέες, τις ανάγκες και τα συναισθήματά μας. Τα μηνύματα αυτά εκφράζονται τόσο λεκτικά (γραπτά και προφορικά), όσο και μη λεκτικά, δηλαδή με την στάση του σώματος, το ύφος και τις γκριμάτσες ακόμα και ένα βλέμμα μπορεί να μεταφέρει ένα ολοκληρωμένο μήνυμα. Είναι πολύ σημαντικό τα μηνύματα που μεταφέρουμε να είναι ξεκάθαρα και σαφή, σε λεκτικό και μη λεκτικό επίπεδο, χωρίς να αφήνουν περιθώριο για υπονοούμενα και δευτερεύοντα νοήματα (Καραθανάση-Κατσαούνη, 2002; Κυριακίδης, 2000; Παπαδιώτη-Αθανασίου & Σοφτά-Nall, 2006). Η απροθυμία λοιπόν, του παιδιού να αφηγηθεί στον γονιό την καθημερινότητά του, μπορεί απλά να φανερώνει, ότι ο χρόνος και ο χώρος, δεν είναι κατάλληλος για ουσιαστική επικοινωνία ή μπορεί να αποτελεί την κορφή του παγόβουνου μιας σημαντικής δυσλειτουργίας στην επικοινωνία της οικογένειας. 

Αν ως γονείς ενδιαφερόμαστε να διαμορφώσουμε αποτελεσματικότερους διαύλους επικοινωνίας με τα παιδιά, θα πρέπει αρχικά να επαναξιολογήσουμε τις προσδοκίες που διατηρούμε για την επικοινωνία μας αυτή και έπειτα, να λαμβάνουμε πάντα υπόψη, κάποιους απαραίτητους παράγοντες που διαφοροποιούν την προσέγγιση μας, όπως το αναπτυξιακό στάδιο και την προσωπικότητα του παιδιού. Εξίσου απαραίτητο είναι να παρατηρούμε τα μηνύματα που στέλνουμε στα παιδιά, τόσο λεκτικά, όσο και μη λεκτικά, τον χώρο και τον χρόνο που επιλέγουμε να επικοινωνήσουμε. Ας έχουμε υπόψη, πριν αρχίσουμε να ρωτάμε επίμονα ένα παιδί, ότι ο ρόλος των ερωτήσεων στην ζωή του είναι πολλαπλός και σχεδόν καθημερινά βομβαρδίζεται από ερωτήσεις ενηλίκων, που προσπαθούν έτσι να αξιολογήσουν την κατανόηση του. Τα παιδιά μαθαίνουν να ελίσσονται ή τείνουν να δίνουν απαντήσεις που θέλουν οι ενήλικες να ακούσουν (Gerdard & Gerdard, 2004). Προκειμένου να αποκτήσουμε, όχι απλά μια στείρα πληροφορία, αλλά ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά, παρακάτω θα αναφερθούμε σε κάποιες δεξιότητες επικοινωνίας που θα μας βοηθήσουν στην επίτευξη αυτού του στόχου και στη συνέχεια θα διαχωρίσουμε αδρώς ηλικιακά την προσέγγιση που μπορούμε να διαμορφώσουμε.

Βασικές δεξιότητες επικοινωνίας:
Πριν απαριθμήσουμε μια-μια τις πολύ βασικές και αναγκαίες αυτές δεξιότητες, με έναν πολύ απλοποιημένο και προσιτό τρόπο, μπορεί να μας βοηθήσει στην κατανόησή τους να φέρουμε στο μυαλό μας μια απολαυστική και εποικοδομητική επικοινωνία που είχαμε κάποια στιγμή, με κάποιο πρόσωπο. Μια συζήτηση, για παράδειγμα, που μας προκάλεσε συναισθήματα θετικά, όπως χαρά, ανακούφιση, ηρεμία. Μια συζήτηση που με το πέρας της, νιώσαμε ότι λάβαμε την κατανόηση και την αποδοχή που ζητούσαμε. Αφού λοιπόν, θυμηθούμε τις λεπτομέρειες αυτής της συζήτησης ας αναρωτηθούμε:

Τι έκανε αυτή την συζήτηση ξεχωριστή; 

Τι διευκόλυνε την συζήτηση; 

Τι χαρακτηριστικά είχε ο συνομιλητής/η συνομιλήτρια; 

Πώς καταλάβαινα ότι με ακούει και με καταλαβαίνει;

Μπορείτε να φέρετε στο μυαλό σας τον χώρο, τον χρόνο, τον τόνο της φωνής, το ύφος, το βλέμμα, την έκφραση του προσώπου, ακόμα και τη στάση σώματος του συνομιλητή/της συνομιλήτριας. Προσπαθήστε να θυμηθείτε ακόμα και τις λέξεις που χρησιμοποίησατε, τους τρόπους με τους οποίους λάβατε κατανόηση και αποδοχή. Πιθανόν να αναγνωρίσετε κάποια από τα παρακάτω (Geldard & Geldard, 2004; Ivey, Gluckstern & Ivey, 1996).

-Προσεκτική και ενεργητική ακρόαση:
Ενεργητική ακρόαση σημαίνει ακούω χωρίς να διακόπτω και προσπαθώ να ελέγξω τις δικές μου σκέψεις και κρίσεις. Δείχνω στον συνομιλητή/στην συνομιλήτρια με το πρόσωπό μου και το σώμα μου, ότι είμαι «εδώ» και «σε ακούω». Δεν κοιτάω την τηλεόραση, δεν πλένω τα πιάτα, δεν μαγειρεύω, αλλά είμαι εδώ στην συζήτησή μας. Επίσης, ρωτάω για να εξακριβώσω ότι έχω καταλάβει σωστά και προσπαθώ με μικρές περιλήψεις να δώσω στον συνομιλητή/στην συνομιλήτρια την εικόνα που έχω σχηματίσει για τα λεγόμενά του/της.
Παραδείγματα:«Αν κατάλαβα καλά, αυτό που σε πείραξε ήταν ότι....»
«Ένιωσες ντροπή και λύπη, σωστά κατάλαβα;»

-Σεβασμός και ενσυναίσθηση:
Κατανοώ ότι ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην προσωπική του άποψη και δεν μπορεί να την επιβάλλει σε κανένα. Ακούω, χωρίς να χαρακτηρίζω ή να απορρίπτω προσβλητικά την άποψη του συνομιλητή/της συνομιλήτριας, όπως για παράδειγμα λέγοντας «Αυτά που λες είναι βλακείες». Προσπαθώ να μπω στη θέση του συνομιλητή/της συνομιλήτριας. Σε αυτό μπορεί να βοηθήσει να αναρωτιέμαι, πώς θα ένιωθα εγώ στην θέση του/της ή τι θα σκεφτόμουν ότι θα ήθελα, αν είχα ζήσει τη συγκεκριμένη εμπειρία. 
Παραδείγματα:«Δεν συμφωνώ με την άποψή σου, όμως καταλαβαίνω ότι σκέφτεσαι διαφορετικά. Θέλεις να το συζητήσουμε λίγο ακόμα;»
«Αν ήμουν στην θέση σου θα ένιωθα/θα σκεφτόμουν, εσύ όμως πώς νιώθεις/τι σκέφτεσαι;»

-Διαχείριση των συναισθημάτων:
Είναι πολύ φυσικό να ξαφνιαστώ, να τρομάξω, να αγχωθώ και να θυμώσω με κάτι που θα ακούσω, ειδικά από ένα παιδί. Αν δεν διατηρήσω την ψυχραιμία μου και δεν καταφέρω να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου, πιθανόν ο συνομιλητής/η συνομιλήτρια μου, να μη μου ξαναεμπιστευτεί κάτι σημαντικό. Ας έχω υπόψη πόσο δύσκολο μπορεί να ήταν και για τον ίδιο/την ίδια να μου εκμυστηρευτεί/ανοιχτεί για θέματα που είναι επίπονα. Αν την ώρα της συζήτησης νιώθω ότι αδυνατώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, μπορώ με ειλικρίνεια να ζητήσω λίγο χρόνο και να επανέλθω στην συζήτηση όταν έχω ηρεμήσει.
Παραδείγματα:
«Συγνώμη, αλλά αυτό που μου είπες με σόκαρε/με θύμωσε/με ξάφνιασε, χρειάζομαι λίγο χρόνο να το σκεφτώ/να ηρεμήσω, γιατί δεν θέλω να πω κάτι που μπορεί να σε φέρει σε δύσκολη θέση/να σε πληγώσει. Θέλω να είμαι κοντά σου και με ηρεμία να σε ακούσω/να σε βοηθήσω.»
«Ξέρω ότι ήταν πολύ δύσκολο για σένα να το συζητήσεις, αλλά νομίζω ότι καλύτερα να συνεχίσουμε αργότερα που θα έχουμε περισσότερο χρόνο/ησυχία/ηρεμία».

-Ανοιχτές ερωτήσεις:
Με τις ανοιχτές ερωτήσεις δίνω το βήμα για να αφηγηθεί ο συνομιλητής/η συνομιλήτρια και να εστιάσει όπου επιθυμεί. Μπορώ να θυμάμαι να χρησιμοποιώ «Τι...;», «Πώς...;» και «Περιέγραψέ μου...». Προσοχή χρειάζεται η ερώτηση «Γιατί...;», αφού για τα παιδιά είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσουν τις αιτίες που τα οδήγησε σε μια συμπεριφορά, καθώς η εύρεση των κινήτρων που καθοδηγούν τον κάθε άνθρωπο, απαιτεί αυξημένο επίπεδο αυτογνωσίας.
Παραδείγματα:
«Πώς νιώθεις για αυτό;»
«Πώς ήταν για σένα;»
«Μπορείς να μου δώσεις ένα παράδειγμα;»
«Τι σκέφτηκες;»
«Περιέγραψέ μου ένα τέτοιο περιστατικό»

-Ξεκάθαρα μηνύματα:
Τσεκάρω αν έχω επιλέξει κατάλληλες λέξεις για το μήνυμά μου (δεν περιέχει προσβολές και υποτιμητικά σχόλια) και αν υποστηρίζεται από τον τόνο της φωνής, το βλέμμα, την έκφραση του προσώπου και τη στάση του σώματός μου.
Παραδείγματα:
«Θα ήθελα να ετοιμαστείς γιατί πρέπει να φύγουμε σε 10΄, ώστε να μην καθυστερήσουμε στο μάθημα»
«Θα ήθελα να βάλεις το πιάτο σου στον νεροχύτη, για να μπορέσουμε να καθαρίσουμε το τραπέζι»

Εστιάζοντας στην αποτελεσματική επικοινωνία με τα παιδιά, θα πρέπει να μας είναι ξεκάθαρο ότι έχουν μια μοναδική ικανότητα να αντιλαμβάνονται το ειλικρινές και αυθεντικό ενδιαφέρον των ενηλίκων για συζήτηση, το οποίο διαχωρίζουν με ευκολία από την αγωνία και το άγχος του γονέα για την φοίτηση τους στο σχολείο, δεδομένο που μπορούν να χειριστούν ανάλογα. Πιο συχνά θα αρχίσουν να συζητούν τα παιδιά όταν χαλαρώσουν και νιώσουν άνετα και θετικά, παρά απευθείας μετά το σχολείο. Άλλωστε, στόχος δεν είναι να μάθουμε/να αποσπάσουμε πληροφορίες για την ημέρα τους, αλλά να επικοινωνήσουμε με το παιδί ουσιαστικά, ώστε να απολαύσει την συζήτηση και να νιώσει ότι το καταλαβαίνουν και το αποδέχονται. Να υπάρξει ένα βαθύ και ουσιαστικό μοίρασμα, από κοινού. Η επικοινωνία διαμορφώνεται και επηρεάζεται από το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού, συνεπώς αυτό αποτελεί έναν βασικό παράγοντα που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη κατά την προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε ένα παιδί.

Προσχολική Ηλικία:
Σε αυτή την ηλικία ξεκινά να οικοδομείται η βάση της επικοινωνίας, κυρίως ως συνήθεια και ρουτίνα, παρά ως περιεχόμενο. Η έναρξη της φοίτησης σε παιδικό σταθμό ή στο προνήπιο, φέρνει την αφορμή μετά το σχόλασμα, σε χρόνο που νιώθει άνετα το παιδί, να ρωτάμε για την μέρα του/της και να μοιραζόμαστε πράγματα από την δική μας ημέρα, συνηθίζοντας έτσι το παιδί σε μια τέτοιας μορφής συζήτηση. Δίνουμε προσοχή στα λεγόμενα του/της, παρόλο που μπορεί το παιδί να αδυνατεί να μεταφέρει μια ολοκληρωμένη αφήγηση, να παρέχει ελλιπείς πληροφορίες ή να μιλάει με ασάφειες. Ενισχύουμε το μοίρασμα των συναισθημάτων (για παράδειγμα «Πώς ένιωσες που ο φίλος σου/η φίλη σου, πήρε το παιχνίδι σου;»). Σε αυτό το αναπτυξιακό στάδιο έχουν νόημα οι κλειστές ερωτήσεις για να βοηθήσουμε το παιδί να μας αφηγηθεί την ημέρα του (για παράδειγμα «Εσύ διάλεξες το μωβ ή το πορτοκαλί αυτοκίνητο;»). Πολύ σημαντική είναι η παρατήρηση της διάθεσης του παιδιού, την οποία μπορούμε στη συνέχεια να συζητήσουμε με το παιδί (για παράδειγμα «Σε βλέπω στεναχωρημένο/προβληματισμένο/χαρούμενο;»). Παρατηρούμε επίσης, πότε «ανοίγεται» πιο εύκολα ένα παιδί. Κάποια ανυπομονούν να αφηγηθούν την μέρα τους κατευθείαν μετά το σχόλασμα, κάποια κατά την διάρκεια του μεσημεριανού φαγητού και συνήθως τα περισσότερα κατά την διάρκεια του παιχνιδιού. Αυτές τις ώρες βλέπουμε ότι το παιδί είναι έτοιμο να συζητήσει και σε αυτές τις στιγμές θα είμαστε σε ετοιμότητα για να ενισχύσουμε την ουσιαστική επικοινωνία που χτίζουμε (Παρασκευόπουλος, 1985; Feldman, 2011; Shaffer, 2004).
Παραδείγματα:
«Σε βλέπω χαρούμενη σήμερα, πέρασες ωραία;» 
«Έμαθες κάποιο παραμύθι ή τραγούδι που σου άρεσε; Θα μου το μάθεις και μένα;»
«Έλα να παίξουμε κάποιο παιχνίδι που έπαιξες σήμερα στο σχολείο με τα άλλα παιδιά»

Σχολική Ηλικία:

Τα παιδιά ξεκινώντας το δημοτικό αρχίζουν να διευρύνουν και να αποκτούν σημαντικές και σταθερές σχέσεις πλέον με τους δασκάλους και τους συμμαθητές/τις συμμαθήτριες, ενώ το παιχνίδι, η χαλάρωση και η διασκέδαση είναι σημαντικοί παράγοντες ώστε να δημιουργηθεί ηρεμία στο παιδί και να ανοίξει η πόρτα της επικοινωνίας. Την ώρα που το παιδί αποχωρεί από το σχολείο και επιστρέφει στο σπίτι, είναι μια ώρα που επικρατεί αναστάτωση, πιθανόν είναι κουρασμένο ή/και πεινασμένο. Είναι πιθανώς προτιμότερο να περιμένουμε μόλις ηρεμήσει και χαλαρώσει, και ανοίξει μόνο του μια συζήτηση για την ημέρα του. Οι ερωτήσεις, ειδικά με ύφος ανακριτικό ή που προδίδουν την πεποίθηση μας ότι κάτι αρνητικό έχει συμβεί, θα μπλοκάρουν την περαιτέρω επικοινωνία (Παρασκευόπουλος, 1985; Feldman, 2011; Shaffer, 2004).
Παραδείγματα που μπορούν να μπλοκάρουν την επικοινωνία:
«Ήσουν φρόνιμη σήμερα;»
«Σου έκανε καμία παρατήρηση η δασκάλα;» 
«Τα πήγες καλά στο τεστ;»
«Πόσες τιμωρίες πήρες πάλι σήμερα;»

Μπορούμε να δοκιμάσουμε:
«Μου αρέσει να μιλάμε για το πώς περάσαμε την μέρα μας, θέλεις να σου πω εγώ και αν θες μετά να μου πεις και συ;»
«Είχες μια καλή ημέρα; Σε δυσκόλεψε κάτι;»
«Θέλεις να συζητήσουμε κάτι από την σημερινή σου ημέρα; Αν όχι τώρα, όποτε θέλεις έλα να μιλήσουμε»

Εφηβεία:Σε αυτή την περίοδο της ανάπτυξης του παιδιού, σίγουρα πρέπει να αναθεωρήσουμε τις προσδοκίες μας για την επικοινωνία με το παιδί. Στο επίκεντρο πλέον, βρίσκονται περισσότερο οι φίλοι και οι παρέες. Η επικοινωνία με τους γονείς παραμένει σημαντική και αναγκαία, όμως μπορεί να αλλάξει μορφή και περιεχόμενο, και να μοιάζει δευτερευούσης σημασίας για τον/την έφηβο. Μπορεί να μην υπάρχει πλέον ανάγκη για καθημερινή και λεπτομερή περιγραφή της ημέρας του παιδιού. Πιθανόν οι συζητήσεις για θέματα ηθικής, ιδεολογίας, θρησκείας, φιλοσοφικών/υπαρξιακών προβληματισμών να είναι πιο σημαντικές σε σχέση με τις ρουτίνες της καθημερινότητας (Καραθανάση-Κατσαούνη, 2002; Παρασκευόπουλος, 1985; Feldman, 2011; Shaffer, 2004). 

Ακόμα και όταν η επικοινωνία είναι σπάνια, είναι σημαντικό ο έφηβος/η έφηβη να γνωρίζει ότι οι γονείς είναι διαθέσιμοι να ακούσουν και να κατανοήσουν τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς, παρά να επιπλήξουν και να νουθετήσουν. Κομβικό ρόλο έχουν η ψυχραιμία και η αυτοσυγκράτηση, σε όποιο θέμα φέρει ο έφηβος/η έφηβη ως αντικείμενο συζήτησης. Οι έφηβοι μπορεί να δείχνουν προκλητικοί και τολμηροί στις απόψεις τους, με σκοπό να δοκιμάσουν τις αντοχές των γονιών και να κρίνουν κατά πόσο μπορούν να τους εμπιστευτούν μια δύσκολη εμπειρία τους.

Είναι σημαντικό οι γονείς αρχικά να σέβονται και να αποδέχονται τον εαυτό τους, για να αποδεχτούν το παιδί τους και να εγκαθιδρύσουν μια λειτουργική επικοινωνία. Χρειάζεται να είναι θαρραλέοι και ειλικρινείς, χωρίς υπερβολές και ατελείωτα κηρύγματα, αφού η μίμηση θα είναι ο σημαντικότερος οδηγός για τα παιδιά. Θα πρέπει έμπρακτα το παιδί να νιώθει ότι οι γονείς ενδιαφέρονται να επικοινωνήσουν μαζί του/της, να ακούσουν τις ιδέες, τις απόψεις, ακόμα και την αμφισβήτησή του/της (Καραθανάση-Κατσαούνη, 2002; Κουρκούτας, 2001; Κυριακίδης, 2000).

Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση, μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.

Βιβλιογραφία:

Καραθανάση-Κατσαούνη, Α. (2002). Είμαι Έφηβος. Ψυχολογική θεώρηση της εφηβείας. Αθήνα: Εκδόσεις ΑΘΗΝΑ.

Κουρκούτας, Η. (2001). Η ψυχολογία του εφήβου. Θεωρητικά ζητήματα και κλινικές περιπτώσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κυριακίδης, Π. Α. (2000). Η οικογενειακή σχέση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Παπαδιώτη-Αθανασίου, Β. & Σοφτά-Nall, Λ. (2006). Οικογενειακή-Συστημική Θεραπεία. Βασικές προσεγγίσεις, θεωρητικές βάσεις και πρακτική εφαρμογή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Παρασκευόπουλος, Ι. (1985). Εξελικτική Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις ΑΘΗΝΑ.

Feldman, R.S. (2011). (Επιμ.: Μπεζεβέγκης, Η. Γ.). Εξελικτική Ψυχολογία: δια βίου ανάπτυξη. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg. 

Gerdard, Κ. & Gerdard, D. (2004). (Επιμ.: Μαλικιώση-Λοίζου, Μ.). Η συμβουλευτική ψυχολογία στα παιδιά. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ivey, A. E., Gluckstern, N. B., & Ivey, M. (1996). (Επιμ.-Μετάφρ.: Μαλικιώση-Λοίζου, Μ.). Συμβουλευτική μέθοδος πρακτικής προσέγγισης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Shaffer, D.,R. (2004). (Επιμ.: Μακρή-Μπότσαρη, Ε.). Εξελικτική Ψυχολογία-παιδική ηλικία και εφηβεία. Αθήνα: Εκδόσεις Έλλην.


Post a Comment

Πείτε μας τη γνώμη σας

Το LamiaTimes.gr φέρει ευθύνη μόνο για τα επώνυμα άρθρα των συντακτών και των συνεργατών του.
Σχόλια υβριστικά και σχόλια ρατσιστικού περιεχόμενου θα διαγράφονται μόλις εντοπιστούν ή ζητηθεί από τον οποιονδήποτε θιγόμενο.

Νεότερη Παλαιότερη